- πολυλογῶ
- πολυλογέωtalk muchpres subj act 1st sg (attic epic doric)πολυλογέωtalk muchpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυλογώ — πολυλογῶ, έω, ΝΜΑ [πολύλογος] μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά νεοελλ. φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» για να είμαι σύντομος … Dictionary of Greek
πολυλογώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: πολυλογώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολυλογώ — λέω πολλά, φλυαρώ: Να μην τα πολυλογώ (να είμαι σύντομος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυλόγῳ — πολύλογος loquacious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτοπολυλογώ — έω, Μ πολυλογώ για τα ίδια πράγματα, λέγω το ίδιο πράγμα με πολλά λόγια («Φιλόξενος... περιγραφῆς ἐν σχήματι ταὐτοπολυλογήσας», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + πολυλογῶ] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται … Dictionary of Greek
καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λεσχάζω — (Α) [λέσχη] φλυαρώ, πολυλογώ, μωρολογώ … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek